- συνεστηκότως
- συνεστηκότως, Adv., ([etym.] συνίστημι)A in a constrained way,
σ. ἔχειν Arist.Pol.1340b1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σ. ἔχειν Arist.Pol.1340b1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεστηκότως — in a constrained way indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεστηκότως — Α επίρρ. με σταθερότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεστηκώς, ότος τού συνίσταμαι] … Dictionary of Greek